- φετίχ
- Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους οι ιθαγενείς. Ο όρος επεκτάθηκε ύστερα στην εθνολογική και θρησκειολογική βιβλιογραφία, ώστε να αποδίδεται σε όλα τα αντικείμενα, άψυχα ή όχι, που λάτρευαν οι διάφοροι λαοί, όπως είδωλα, δέντρα, πέτρες, ζώα, ουράνια σώματα κ.α. Η χρησιμοποίηση της λέξης υπονοούσε μια γενική αρνητική στάση απέναντι στις λατρείες αυτές, που θεωρούνταν εκδηλώσεις πρωτόγονης σκέψης, ανίκανης να δεχτεί την αληθινή ουσία των πραγμάτων και παρασυρόμενης στη θεοποίηση των πιο διαφορετικών πραγμάτων, με την απόδοση σε αυτά δυνάμεων κάθε είδους. Η νεότερη όμως εθνολογία, κυρίως με τη συμβολή του Τάιλορ, αναθεώρησε τις εξελικτικές θεωρίες του Κοντ και του Λούμποκ και συμπεριέλαβε τον φετιχισμό στις ανιμιστικές θρησκείες. Νεότερες έρευνες που έγιναν στους φετιχιστικούς λαούς απέδειξαν ότι δεν πρόκειται για θρησκεία, αλλά για μια παραμόρφωσή της. Οι λαοί αυτοί πραγματικά πιστεύουν σ’ ένα Υπέρτατο Oν, το οποίο όμως αδιαφορεί για τα δημιουργήματά του και γι’ αυτό τον λόγο αυτά δέχονται την επίδραση άλλων πνευμάτων, που μπορούν να κατοικούν σε σπηλιές, δέντρα κλπ. ή να έχουν εντοπιστεί σε ένα αντικείμενο (φ.), το οποίο επίσης μπορεί να εγκαταληφθεί από το πνεύμα κι έτσι να ξαναγίνει ένα κοινό αντικείμενο, χωρίς καμιά δύναμη. Τυπικά παραδείγματα της φετιχιστικής πρακτικής συναντώνται στους σουδανικούς λαούς: οι ειδικοί κατασκευαστές φυλαχτών κατασκευάζουν κατά παραγγελία προσωπικά φ.: μικρά δοχεία από διάφορα υλικά (άχυρο, ξύλο, κολοκύθι κλπ.), συχνότερα όμως από σακουλάκια από δέρμα, που περιέχουν βότανα, φύλλα, δέρματα, τρίχες, φτερά, αίμα, στα οποία αποδίδεται κάποια εξαιρετική δύναμη. Το σύνολο αποτελεί ένα προσωπικό φ. (του δίνεται μάλιστα και ειδικό όνομα) και διακρίνεται από τα άλλα φ. από την ειδικότητα και το είδος των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του. Ο κάτοχός του του προσφέρει θυσίες και του απευθύνει προσευχές. Αν όμως αποδειχθεί πως δεν είναι και πολύ χρήσιμο, δεν διστάζει να το πετάξει και να παραγγείλει άλλο. Εκτός απ’ αυτά τα ιδιωτικά φ., που προορίζονται για την προστασία ενός μόνου ατόμου, κατασκευάζονται και οικιακά φ. για την προστασία ενός σπιτιού, ομαδικά για την προστασία κάποιας ομάδας, δημόσια όταν πρόκειται για την προστασία ενός ολόκληρου χωριού.
φετιχισμός. Όρος τον οποίο εισήγαγε στις εθνολογικές και θρησκειολογικές μελέτες ο Σαρλ ντε Μπρος (τέλη 18ου αι.) για τον χαρακτηρισμό μιας υποθετικής μορφής θρησκείας, που τη διακρίνει η λατρεία των φετίχ. Κατά τον Oγκίστ Κοντ και μέσα στα πλαίσια των εξελικτικών θεωριών που εφαρμόστηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο φ. αποτελούσε την κατώτατη βαθμίδα στη θρησκευτική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ τέτοια θρησκεία, γιατί η θρησκευτική βάση των λαών που λέγονται φετιχιστικοί αποτελείται από την ιδέα του υπέρτατου όντος, και το λάθος του Κοντ αποδίδεται σε αυθαίρετη σύνδεση χωριστών φαινομένων και συνηθειών. Σε παρόμοιο λάθος έπεσε και ο Τζον Λούμποκ, παραδεχόμενος αυθαίρετα τον όρο φ. για τον χαρακτηρισμό ενός σταδίου στην ανάπτυξη των θρησκευτικών ιδεών, στο οποίο ο άνθρωπος πίστευε πως μπορούσε να αναγκάσει τη θεότητα να εκπληρώσει τις επιθυμίες του τελώντας μαγικές πράξεις. Με φετιχιστικές πράξεις ασχολούνταν ιδιαίτερα οι φυλές της δυτικής Αφρικής, της Αμαζονίας, της Πολυνησίας και μερικών περιοχών της Ινδίας.
Φετίχ. Αγαλματάκι θεότητας, από την περιοχή του Ζαΐρ του Νότου.
* * *και φετίς, το, Νάκλ.1. (στους πρωτόγονους λαούς) λατρευτικό αντικείμενο το οποίο θεωρείται ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις ή ότι είναι ενδιαίτημα θεού2. αντικείμενο με υπερφυσικές δυνάμεις, που χαρίζει ευτυχία στον κάτοχό του3. ζώο που θεωρείται ότι φέρνει επιτυχία στον ιδιοκτήτη του4. (ιατρ.-ψυχολ.) αντικείμενο ή και μέλος σώματος που για τον φετιχιστή είναι φορέας γενετήσιας διέγερσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fetish / fetich < γαλλ. fetiche < πορτογαλ. feitico «τεχνητός, ψεύτικος» < λατ. facticius < ρ. facio «ποιώ, φτειάχνω»].
Dictionary of Greek. 2013.